• Λεωφόρος Αλεξάνδρας 75, Αθήνα
  • 210 642 3262
  • contact@iter-legis.gr
  • Δεύτερα-Παρασκευή: 09.00 - 20.30

Διεθνής Πώληση Εμπορευμάτων

  • Καταρτισμένο Γραφείο σε υποθέσεις Πώλησης - Αγοράς Εμπροευμάτων από το εξωτερικό
  • Συνέπεια & Εξειδίκευση
  • Νομικές συμβουλές & ενημέρωση για κάθε πτυχή

Διεθνής πώληση εμπορευμάτων – Η περίπτωση εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης (CISG) και ιδίως η ευθύνη του πωλητή

Καίρια θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους τομείς του διεθνούς εμπορίου παγκοσμίως κατέχει αναμφίβολα η πώληση εμπορευμάτων/κινητών πραγμάτων, ως ο τομέας εκείνος της συναλλαγών που τροφοδοτεί, ως κινητήριος μοχλός, την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων παγκοσμίως. Ωστόσο η πώληση εμπορευμάτων από ή προς το εξωτερικό, είναι σαφές ότι δημιουργεί μια πληθώρα κινδύνων για τα συμβαλλόμενα μέρη, συνεπεία κυρίως της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών, της διαδικασίας και του κόστους μεταφοράς των προς πώληση αντικειμένων αλλά και των δυσκολιών επικοινωνίας λόγω γλωσσικών διαφορών. Πέραν ωστόσο αυτών, ιδίως στις διεθνείς πωλήσεις, τα αντισυμβαλλόμενα μέρη έχουν επιπροσθέτως σε περίπτωση ανάδειξης οποιασδήποτε νομικής διαφοράς από τη σύμβαση, να αντιμετωπίσουν νομικά ζητήματα όπως του καθορισμού του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου αλλά και της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, δημιουργώντας άπαντα τα ανωτέρω ως επιμέρους στοιχεία ένα χώρο που εγκυμονεί ιδιαίτερα πολλούς κινδύνους για κάθε επιχείρηση, πηγάζουσα πρωτίστως και στο μεγαλύτερο βαθμό από τις διαφορές στις σχετικές ρυθμίσεις των εθνικών δικαίων μεταξύ τους για το εν λόγω θέμα.  

Λύση σε μεγάλο βαθμό στα ανωτέρω ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη διεθνή πώληση εμπορευμάτων έχει παρέχει η Σύμβαση της Βιέννης (CISG) του 1980, η οποία έχει κυρωθεί πλέον από περισσότερα από 97 κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, καθιστώντας την έτσι μία από τις πλέον επιτυχημένες διεθνείς Συμβάσεις παγκοσμίως. Ειδικότερα, με το Ν.2532/1997 κυρώθηκε στη χώρα μας η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις “Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων” (“Convention on Contracts for the International Sale of Goods” – “CISG), η οποία υιοθετήθηκε αντίστοιχα από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11.04.1980. 

Κατά την διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, ορίζεται ότι αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων, εφόσον τα πράγματα δεν αγοράζονται για προσωπική, οικογενειακή ή οικιακή χρήση (εξαιρουμένης ως εκ τούτου της πώλησης σε καταναλωτές), και μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διαφορετικά κράτη, όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους, εκτός εάν τα μέρη έχουν αποκλείσει την εφαρμογή της είτε προβλέποντας (ρητώς) ότι αυτή δεν εφαρμόζεται, είτε επιλέγοντας ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο ενός μη συμβαλλόμενου μέρους (βλ. και ΕφΑθ 3877/2011). 

Η ως άνω Σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (βλ. και ΕφΑθ 5745/2010). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών (πλην συγκεκριμένων μόνο περιπτώσεων όπως λόγοι ακυρότητας της σύμβασης πώλησης και ευθύνης πωλητή για θάνατο/σωματικές βλάβες από το αντικείμενο της πώλησης -άρθρο 5 Σύμβασης), στις οποίες ανήκουν και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων. 

 Με το άρθρο 11 της Σύμβασης καθιερώνεται επίσης το άτυπο των συμβάσεων πώλησης για την κατάρτιση και τις τροποποιήσεις της. Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον διαφορετικό ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Σύμβαση (άρθρο 58§1 εδ. α΄). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει οριστεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (άρθρο 59 της Σύμβασης) και έχει υποχρέωση παραλαβής του πράγματος.  

Η Σύμβαση υιοθετεί την ιδέα της ενιαίας μορφής μη εκπλήρωσης, ήτοι έναν ενιαίο και γενικό λόγο ευθύνης, που είναι η έννοια της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης που υποδηλώνει την κάθε μορφής και βαρύτητας παράβαση οποιασδήποτε κύριας ή παρεπόμενης υποχρέωσης του πωλητή ή του αγοραστή δηλαδή κάθε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, από την πλευρά του οφειλέτη και καλύπτει όλες εκείνες τις περιπτώσεις, που στο πλαίσιο του ΑΚ, είτε θα χαρακτηρίζονταν αδυναμία παροχής ή υπερημερία του οφειλέτη ή πλημμελής εκπλήρωση, είτε θα επέσυραν την εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού ενοχικού δικαίου του ΑΚ. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι για τη γένεση της ευθύνης δεν ενδιαφέρει η ύπαρξη ή μη πταίσματος, δηλαδή η ευθύνη του υπόχρεου είναι αντικειμενική και συνδέεται μόνο με το αντικειμενικό γεγονός της συμβατικής αθέτησης, (βλ. και ΕφΑθ 3877/2011). Αν ο αγοραστής δεν εκπληρώσει οποιαδήποτε υποχρέωσή του από τη σύμβαση πώλησης ή την εν λόγω Σύμβαση, ο πωλητής μπορεί:  (α) να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 62 έως 65,  (β) να απαιτήσει αποζημίωση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 74 έως 77 και μάλιστα σωρευτικώς με το δικαίωμα υπαναχώρησης (άρθρο 61§1 Σύμβασης), στους λόγους της οποίας (υπαναχώρησης) συμπεριλαμβάνεται και η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας που τάσσει ο δανειστής στον οφειλέτη για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του.  

Ως προς δε το δικαίωμα αποζημίωσης, αυτό ρυθμίζεται στο άρθρο 74 της Σύμβασης το οποίο προβλέπει ότι η αποζημίωση λόγω αθέτησης της σύμβασης από το ένα μέρος συνίσταται σε ποσό ίσο προς τη ζημία, περιλαμβανομένου και του διαφυγόντος κέρδους, που υπέστη το άλλο μέρος ως αποτέλεσμα της αθέτησης. Η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία, την οποία το μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε ή όφειλε να είχε προβλέψει, ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης, κατά το χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Συνεπώς, αποκαθίστανται σε χρήμα  -ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του αθετούντος-  όλες οι υλικές θετικές και αποθετικές ζημίες που οφείλονται στη συμβατική παράβαση (ήτοι θετικό διαφέρον, πλήρης αποζημίωση), με την εξαίρεση των ζημιών που αναφέρονται στο άρθρο 5 της Σύμβασης, καθώς και οι παράπλευρες ζημίες (incidental damages), όπως είναι οι δαπάνες του δανειστή για την αποφυγή ή τον μετριασμό των δυσμενών γι’ αυτόν συνεπειών της αθέτησης και επί αθέτησης των ανωτέρω υποχρεώσεων του αγοραστή τα έξοδα για την άσκοπη τοποθέτηση πραγμάτων στην διάθεση του τελευταίου, τα οποία θεωρούνται ως τέτοια προβλέψιμη ζημία (ΜΠρΠειρ 54/2021). 

Γενικότερα, ως προς τις καλυπτόμενες ζημίες αυτές καλύπτονται εφόσον (και στο μέτρο που) ο αθετών οφειλέτης είχε προβλέψει (ή όφειλε να είχε προβλέψει) τις ζημίες αυτές ως δυνατή συνέπεια της συμβατικής παράβασης, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, σύμφωνα με το κριτήριο της προβλεψιμότητας (ΠολΠρΘεσ 22513/2003). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 74§2 της Σύμβασης της Βιέννης καθορίζει δύο ομάδες περιπτώσεων. Η πρώτη περιλαμβάνει, κατά το υποκειμενικό κριτήριο, εκείνες τις ζημιές που προέβλεψε εκείνος που παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, κατά τα προεκτιθέμενα, ενώ η δεύτερη  –και σημαντικότερη λόγω των αποδεικτικών δυσχερειών της πρώτης ομάδας–  περιλαμβάνει εκείνες που, κατά το αντικειμενικό κριτήριο, όφειλε να είχε προβλέψει, ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης, κατά τον χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, εκείνες δηλαδή που ένας τρίτος υπό τις συνθήκες κατάρτισης της σύμβασης θα μπορούσε να προβλέψει, ώστε ασυνήθιστοι κίνδυνοι να τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής της διάταξης. Αποφασιστικό κριτήριο κατά την κρατούσα νομολογία δεν είναι μια εμπειρική πρόβλεψη, αλλά μία κανονιστική αντίληψη που εντοπίζεται στο εάν ένα μέρος θα μπορούσε να αναμένει από το άλλο μέρος να αναλάβει τον σχετικό κίνδυνο, κρίσιμος χρόνος δε για την “προβλεψιμότητα” είναι ο χρόνος σύναψης της σύμβασης, ενώ οποιαδήποτε γνώση του οφειλέτη που αποκτήθηκε μετά από αυτό το χρονικό σημείο ή προβλεψιμότητα που προέκυψε μετά από αυτό το χρονικό σημείο είναι αδιάφορη  

Εντούτοις, κατά το άρθρο 79§1 της εν λόγω διεθνούς Σύμβασης, ένας συμβαλλόμενος δεν έχει ευθύνη για τη μη εκπλήρωση μιας από τις υποχρεώσεις του, αν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση οφειλόταν σε εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του και ότι δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτόν να έχει λάβει υπόψη του το εμπόδιο κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης ή να έχει αποφύγει ή υπερβεί αυτό ή τις συνέπειές του, ενώ κατά την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου η απαλλαγή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ισχύει για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί το εμπόδιο. Ως εμπόδια κείμενα πέρα από το πεδίο επιρροής του οφειλέτη συνιστούν κυρίως «εξωτερικά» περιστατικά, όπως φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες κτλ.), πολιτικοκοινωνικά συμβάντα (πόλεμος, γενικές απεργίες, επαναστάσεις, σαμποτάζ κτλ.), αιφνίδιοι νομοθετικοί περιορισμοί, όπως εισαγωγικό ή εξαγωγικό εμπάργκο, συναλλαγματικοί περιορισμοί (Π.Κορνηλάκης, “Η ευθύνη του πωλητή λόγω μη εκπλήρωσης κατά τη σύμβαση της Βιέννης για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων -Ν. 2532/1997”, σε “Σύγχρονα ζητήματα ενοχικού δικαίου στην εθνική και ευρωπαϊκή τους διάσταση”, 2012, σ.121). Επιπλέον, κατά το άρθρο 80 της ίδιας Σύμβασης ένα μέρος δεν μπορεί να επικαλεστεί τη μη εκπλήρωση από το άλλο μέρος, εφόσον η μη εκπλήρωση προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη του πρώτου μέρους. 

Τέλος, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (Π.Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, σ. 115). Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010) καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων. 

Νομικές Υπηρεσίες

Η νομική μας ομάδα παρέχει εξειδικευμένες νομικές συμβουλές σε επαγγελματίες και επιχειρήσεις που ασχολούνται είτε ως πωλητές είτε ως αγοραστές με τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων/εμπορευμάτων, κατέχοντας πολύχρονη εμπειρία και πλήρη γνωστική επάρκεια στο εν λόγω αντικείμενο.
Η συνδρομή καταρτισμένων νομικών συμβούλων θα πρέπει να θεωρείται απαραίτητη προκειμένου να καταφέρουν οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες να καταρτίσουν και να συνάψουν συμβάσεις προσαρμοσμένες στις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες, να αντιληφθούν πλήρως τους νομικούς κινδύνους που δύνανται να ανακύψουν στις συνεργασίες τους και να προφυλάξουν βέλτιστα τα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντά τους.
Το γραφείο μας δύναται να συνδράμει επιτυχώς στη σύνταξη και νομική αξιολόγηση των σχετικών συμβάσεων διεθνούς πώλησης, αλλά και να εκπροσωπήσει τους εντολείς μας τόσο κατά το στάδιο της διαπραγμάτευσης με τις αντισυμβαλλόμενες πλευρές, όσο και μεταγενέστερα, εφόσον απαιτηθεί η προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με γνώμονα πάντα την προστασία των δικαιωμάτων των πελατών μας και την εύρεση της καλύτερης δυνατής λύσης για κάθε περίπτωση. 

Αν αναζητείτε δικηγόρο για υπόθεση διεθνούς σύμβασης εμπορευμάτων, μπορείτε να επικοινωνήσετε με το γραφείο μας ώστε να σας υποστηρίξουμε νομικώς:

Δείτε τις νομικές μας υπηρεσίες στο Εμπορικό Δίκαιο: